- πανευαγής
- -ές, Αεξαιρετικά ευαγής, ιερότατος, αγνότατος, αμίαντος («αἱ πανευαγεῑς ἐκκλησίαι», Δίον. Αρεοπ.).επίρρ...πανευαγώς (Μ)με τρόπο πολύ ευαγή, ιερότατα, αγνότατα.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + εὐαγής «αγνός, αμίαντος»].
Dictionary of Greek. 2013.